- ῥάχεως
- ῥάχεω̆ς , ῥάχιςthe lower part of the backfem gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… … Dictionary of Greek
STIPES — fustis terrâ defixus: Cuiusmodi stipes ingens querneus, cursus olim prima meta fuit, uti adnotat Barthius ad Stat. Theb. l. 6. v. 351. Et stipitibus munimenta facta, occurrunt apud Spartian. in Adriano, c. 12. Per ea tempora plurimis in locis, in … Hofmann J. Lexicon universale
λοφιά — η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) [λόφος] χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.) νεοελλ. το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών αρχ. 1. το πτερύγιο τής ράχης… … Dictionary of Greek
μυελοκήλη — Βαριά μορφή δισχιδούς ράχης κατά την οποία μέρος του νωτιαίου μυελού προεξέχει κάτω από το δέρμα της πλάτης. * * * η ιατρ. ποικιλία δισχιδούς ράχεως που χαρακτηρίζεται από προβολή τού νωτιαίου μυελού έξω από τον σπονδυλικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μυελομηνιγγοκήλη — η ιατρ. ανοιχτή μορφή δισχιδούς ράχεως, διαμαρτίας διάπλασης που χαρακτηρίζεται από τοπικά περιορισμένη ανωμαλία στην ανάπτυξη τής σπονδυλική στήλης, κατά την οποία ο σάκος τών μηνίγγων περιέχει και μια ποσότητα νευρικού ιστού και η διαμαρτία… … Dictionary of Greek
πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ραχάδην — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ῥάχεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
συμπαρεκτείνω — Α [παρεκτείνω] 1. εκτείνω παραλλήλως 2. (κατ επέκτ.) συγκρίνω, παραβάλλω 3. μέσ. συμπαρεκτείνομαι α) συγκρίνομαι με κάποιον ή με κάτι β) έχω την ίδια έκταση με άλλον («συμπαρεκτεινόμενον ὅλῳ τῷ μήκει τῆς ῥάχεως», Γαλ.) γ) διαρκώ όσο και κάτι άλλο … Dictionary of Greek